- πυδαρίζω
- και, κατά το λεξ. Σούδα, πυδαλίζω Αχοροπηδώ χτυπώντας με τα πόδια τα οπίσθιά μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Αμφίβολες θεωρούνται οι συνδέσεις του ρ. με το λατ. pudeo «αισχύνομαι», το ρ. σπεύδω και το λιθουαν. spaudžiu «πιέζω, συνθλίβω». Η σύνδεση, τέλος, τού ρ. από τους Αρχαίους με τη λ. πούς ή τη λ. πυγή οφείλεται σε παρετυμολογία].
Dictionary of Greek. 2013.